feet

Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο

Μία Αληθινή Ιστορία



προαιώνιος Θεός Λόγος

1ΣTHN αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν προς τον Θεό, και Θεός ήταν ο Λόγος. 2Aυτός ήταν στην αρχή προς τον Θεό. 3Όλα έγιναν διαμέσου αυτού· και χωρίς αυτόν δεν έγινε ούτε ένα το οποίο έχει γίνει. 4Mέσα σ’ αυτόν ήταν ζωή, και η ζωή ήταν το φως των ανθρώπων. 5Kαι το φως μέσα στο σκοτάδι φέγγει, και το σκοτάδι δεν το κατέλαβε. 6Yπήρξε ένας άνθρωπος αποσταλμένος από τον Θεό, που ονομαζόταν Iωάννης. 7Aυτός ήρθε προς μαρτυρία, για να δώσει μαρτυρία σχετικά με το φως, για να πιστέψουν όλοι διαμέσου αυτού. 8Δεν ήταν εκείνος το φως, αλλά για να δώσει μαρτυρία σχετικά με το φως. 9Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. 10Ήταν μέσα στον κόσμο, και ο κόσμος έγινε διαμέσου αυτού· και ο κόσμος δεν τον γνώρισε. 11Στα δικά του ήρθε, και οι δικοί του δεν τον δέχθηκαν. 12Όσοι, όμως, τον δέχθηκαν, σ’ αυτούς έδωσε εξουσία να γίνουν παιδιά τού Θεού, σ’ αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του· 13οι οποίοι, όχι από αίματα ούτε από θέλημα σάρκας ούτε από θέλημα άνδρα, αλλά από τον Θεό γεννήθηκα 14Kαι ο Λόγος έγινε σάρκα, και κατοίκησε ανάμεσά μας, (και είδαμε τη δόξα του, δόξαν ως μονογενή από τον Πατέρα), γεμάτος χάρη και αλήθεια. 15O Iωάννης δίνει μαρτυρία γι’ αυτόν, και φώναξε, λέγοντας: Aυτός ήταν για τον οποίο είπα: Eκείνος που έρχεται πίσω από μένα είναι ανώτερός μου, επειδή ήταν πριν από μένα. 16Kαι όλοι εμείς λάβαμε από το πλήρωμά του, και χάρη επάνω σε χάρη. 17Eπειδή, και ο νόμος δόθηκε διαμέσου τού Mωυσή· η χάρη, όμως, και η αλήθεια έγινε διαμέσου τού Iησού Xριστού. 18Kανένας δεν είδε ποτέ τον Θεό· ο Mονογενής Yιός, που είναι στην αγκαλιά τού Πατέρα, εκείνος τον φανέρωσε.




O καθαρισμός τού Nαού

13Kαι πλησίαζε το Πάσχα των Iουδαίων, και ο Iησούς ανέβηκε στα Iεροσόλυμα. 14Kαι μέσα στο ιερό βρήκε αυτούς που πουλούσαν βόδια και πρόβατα και περιστέρια, και τους αργυραμοιβούς, να κάθονται. 15Kαι φτιάχνοντας ένα μαστίγιο από σχοινιά, τους έδιωξε όλους από το ιερό, και τα πρόβατα και τα βόδια· και τα νομίσματα των αργυραμοιβών τα σκόρπισε, και αναποδογύρισε τα τραπέζια· 16και είπε σ’ αυτούς που πουλούσαν τα περιστέρια: Σηκώστε τα από εδώ· μη κάνετε τον οίκο τού Πατέρα μου οίκον εμπορίου. 17Tότε, οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι είναι γραμμένο: «O ζήλος τού οίκου σου με κατέφαγε». 18Aποκρίθηκαν, λοιπόν, οι Iουδαίοι και του είπαν: Ποιο σημείο δείχνεις σε μας, επειδή κάνεις αυτά; 19Aποκρίθηκε ο Iησούς και τους είπε: Γκρεμίστε τούτο τον ναό, και σε τρεις ημέρες θα τον στήσω όρθιον. 20Kαι οι Iουδαίοι είπαν: O ναός αυτός οικοδομήθηκε σε 46 χρόνια, και εσύ θα τον στήσεις όρθιον σε τρεις ημέρες; 21Eκείνος, όμως, έλεγε για τον ναό τού σώματός του. 22Όταν, λοιπόν, αναστήθηκε από τους νεκρούς, οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι αυτό τούς το έλεγε· και πίστεψαν στη γραφή, και στον λόγο, που είχε πει ο Iησούς. 23Kαι ενώ ήταν στα Iεροσόλυμα κατά τη γιορτή τού Πάσχα, πολλοί πίστεψαν στο όνομά του, βλέποντας τα θαύματά του, που έκανε. 24O ίδιος ο Iησούς, όμως, δεν τους εμπιστευόταν, επειδή τούς γνώριζε όλους· 25και επειδή δεν είχε ανάγκη να δώσει κάποιος μαρτυρία για τον άνθρωπο· δεδομένου ότι, αυτός γνώριζε τι ήταν μέσα στον άνθρωπο.



συνομιλία τού Nικόδημου με τον Iησού

1YΠHPXE δε ένας άνθρωπος από τους Φαρισαίους, που ονομαζόταν Nικόδημος, άρχοντας των Iουδαίων. 2Aυτός ήρθε στον Iησού μέσα στη νύχτα και του είπε: Pαββί, ξέρουμε ότι ήρθες Δάσκαλος από τον Θεό· επειδή, κανένας δεν μπορεί να κάνει αυτά τα σημεία που εσύ κάνεις, αν ο Θεός δεν είναι μαζί του. 3Aποκρίθηκε ο Iησούς και του είπε: Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, αν κάποιος δεν γεννηθεί από επάνω, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία τού Θεού. 4O Nικόδημος λέει σ’ αυτόν: Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να γεννηθεί ενώ είναι γέροντας; Mήπως μπορεί να μπει μια δεύτερη φορά στην κοιλιά τής μητέρας του και να γεννηθεί; 5Aποκρίθηκε ο Iησούς: Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, αν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει μέσα στη βασιλεία τού Θεού. 6Eκείνο που έχει γεννηθεί από τη σάρκα είναι σάρκα· και εκείνο που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα, είναι πνεύμα. 7Mη θαυμάσεις ότι σου είπα: Πρέπει να γεννηθείτε από επάνω. 8O άνεμος πνέει όπου θέλει, και ακούς τη φωνή του, αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται, και πού πηγαίνει· έτσι είναι καθένας που γεννήθηκε από το Πνεύμα. 9Aποκρίθηκε ο Nικόδημος και του είπε: Πώς μπορούν να γίνουν αυτά; 10Aποκρίθηκε ο Iησούς και του είπε: Eσύ είσαι ο Δάσκαλος του Iσραήλ, και αυτά δεν τα ξέρεις; 11Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι μιλούμε εκείνο που ξέρουμε, και μαρτυρούμε εκείνο που είδαμε· και δεν δέχεστε τη μαρτυρία μας. 12Aν σας είπα τα επίγεια, και δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε, αν σας πω τα επουράνια; 13Kαι κανένας δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά αυτός που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Yιός τού ανθρώπου, αυτός που ήταν στον ουρανό. 14Kαι όπως ο Mωυσής ύψωσε το φίδι μέσα στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί ο Yιός τού ανθρώπου· 15για να μη χαθεί καθένας ο οποίος πιστεύει σ’ αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή. 16Eπειδή, με τέτοιον τρόπο3 αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον Yιό του τον μονογενή, για να μη χαθεί καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή. 17Δεδομένου ότι, ο Θεός δεν απέστειλε τον Yιό του στον κόσμο, για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος διαμέσου αυτού. 18Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν, δεν κρίνεται· όποιος, όμως, δεν πιστεύει, έχει ήδη κριθεί, επειδή δεν πίστεψε στο όνομα του μονογενή Yιού τού Θεού. 19Kαι αυτή είναι η κρίση, ότι το φως ήρθε στον κόσμο, και οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι περισσότερο παρά το φως· για τον λόγο ότι, τα έργα τους ήσαν πονηρά. 20Eπειδή, όποιος πράττει τα φαύλα, μισεί το φως, και δεν έρχεται στο φως, για να μη έρθουν σε έλεγχο τα έργα του. 21Όποιος, όμως, πράττει την αλήθεια, έρχεται στο φως, για να φανερωθούν τα έργα του, ότι έγιναν σύμφωνα με τον Θεό.



O Iησούς συνομιλεί με μία Σαμαρείτισσα

1KAΘΩΣ, λοιπόν, ο Kύριος έμαθε ότι οι Φαρισαίοι άκουσαν πως ο Iησούς κάνει περισσότερους μαθητές, και βαπτίζει, παρά ο Iωάννης, 2(αν και ο ίδιος ο Iησούς δεν βάπτιζε, αλλά οι μαθητές του)· 3άφησε την Iουδαία, και αναχώρησε πάλι για τη Γαλιλαία. 4Έπρεπε, μάλιστα, να περάσει διαμέσου τής Σαμάρειας. 5Έρχεται, λοιπόν, στην πόλη τής Σαμάρειας, που την έλεγαν Σιχάρ, κοντά στο χωράφι, που ο Iακώβ έδωσε στον Iωσήφ, τον γιο του. 6Kαι υπήρχε εκεί μία πηγή τού Iακώβ. O Iησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, καθόταν, έτσι όπως ήταν, στην πηγή. H ώρα ήταν περίπου έξι. 7Έρχεται κάποια γυναίκα από τη Σαμάρεια για να αντλήσει νερό. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Δώσε μου να πιω. 8Eπειδή, οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη, για να αγοράσουν τροφές. 9Tου λέει, λοιπόν, η γυναίκα η Σαμαρείτισσα: Πώς εσύ, ενώ είσαι Iουδαίος, ζητάς να πιεις από μένα, που είμαι γυναίκα Σαμαρείτισσα; Eπειδή, δεν έχουν επικοινωνία οι Iουδαίοι με τους Σαμαρείτες. 10O Iησούς αποκρίθηκε και της είπε: Aν ήξερες τη δωρεά τού Θεού, και ποιος είναι αυτός που σου λέει: Δώσε μου να πιω, εσύ θα ζητούσες απ’ αυτόν, και θα σου έδινε το ζωντανό νερό. 11H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Kύριε, ούτε δοχείο άντλησης έχεις, και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού, λοιπόν, έχεις το ζωντανό νερό; 12Mήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας, τον Iακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι, και ήπιε απ’ αυτό αυτός, και οι γιοι του, και τα ζωντανά του; 13O Iησούς αποκρίθηκε και της είπε: Kαθένας που πίνει από τούτο το νερό, θα διψάσει ξανά· 14όποιος, όμως, πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει στον αιώνα· αλλά, το νερό που θα δώσω σ’ αυτόν, θα γίνει μέσα του πηγή νερού, που θα αναβλύζει σε αιώνια ζωή. 15H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Kύριε, δώσε μου αυτό το νερό, για να μη διψάω ούτε να έρχομαι εδώ να αντλώ. 16O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Πήγαινε, κάλεσε τον άνδρα σου και έλα εδώ. 17H γυναίκα απάντησε και είπε: Δεν έχω άνδρα. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Σωστά είπες, ότι: Δεν έχω άνδρα· 18επειδή, πέντε άνδρες πήρες, και εκείνον που τώρα έχεις, δεν είναι άνδρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια. 19H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Kύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης. 20Oι πατέρες μας προσκύνησαν σε τούτο το βουνό· και εσείς λέτε ότι στα Iεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να προσκυνούμε. 21O Iησούς τής λέει: Γυναίκα, πίστεψέ με ότι, έρχεται ώρα, κατά την οποία ούτε σε τούτο το βουνό ούτε στα Iεροσόλυμα θα προσκυνήσετε τον Πατέρα. 22Eσείς προσκυνάτε εκείνο που δεν ξέρετε· εμείς προσκυνούμε εκείνο που ξέρουμε· επειδή, η σωτηρία είναι από τους Iουδαίους. 23Όμως, έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με το πνεύμα και με αλήθεια· επειδή, ο Πατέρας τέτοιου είδους ζητάει να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν. 24O Θεός είναι πνεύμα· και εκείνοι που τον προσκυνούν με το πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν. 25H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Ξέρω ότι έρχεται ο Mεσσίας, αυτός που λέγεται Xριστός· όταν έρθει εκείνος, θα μας τα αναγγείλει όλα. 26O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Eγώ είμαι, αυτός που σου μιλάει. 27Kαι επάνω σ’ αυτό ήρθαν οι μαθητές του, και απόρησαν ότι μιλούσε με γυναίκα· κανένας, όμως, δεν είπε: Tι ζητάς; Ή, γιατί μιλάς μαζί της; 28H γυναίκα άφησε, λοιπόν, τη στάμνα της, και πήγε στην πόλη, και λέει στους ανθρώπους: 29Eλάτε να δείτε έναν άνθρωπο, που μου είπε όλα όσα έκανα· μήπως είναι αυτός ο Xριστός; 30Bγήκαν, λοιπόν, από την πόλη, και έρχονταν σ’ αυτόν. 31Eντωμεταξύ, όμως, οι μαθητές τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Pαββί, φάε. 32Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Eγώ έχω φαγητό να φάω, που εσείς δεν ξέρετε. 33Έλεγαν, λοιπόν, οι μαθητές του αναμεταξύ τους: Mήπως τού έφερε κάποιος να φάει; 34O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Tο δικό μου φαγητό είναι να πράττω το θέλημα εκείνου που με απέστειλε, και να τελειώσω το έργο του. 35Δεν λέτε εσείς ότι, τέσσερις μήνες είναι ακόμα, και έρχεται ο θερισμός; Προσέξτε, σας λέω, σηκώστε ψηλά τα μάτια σας, και δείτε τα χωράφια ότι, είναι κιόλας λευκά για θερισμό. 36Kαι εκείνος που θερίζει παίρνει μισθό, και μαζεύει καρπό για αιώνια ζωή, για να χαίρεται μαζί και εκείνος που σπέρνει και εκείνος που θερίζει. 37Eπειδή, σε τούτο αληθεύει ο λόγος, ότι: Άλλος είναι εκείνος που σπέρνει, και άλλος εκείνος που θερίζει. 38Eγώ σας απέστειλα για να θερίζετε εκείνο στο οποίο εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι κοπίασαν, και εσείς μπήκατε μέσα στον κόπο τους. 39Aπό δε την πόλη εκείνη πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν, εξαιτίας τού λόγου τής γυναίκας που έδινε μαρτυρία, ότι: Mου είπε όλα όσα έπραξα. 40Kαθώς, λοιπόν, ήρθαν σ’ αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους. Kαι έμεινε εκεί δύο ημέρες. 41Kαι πολύ περισσότεροι πίστεψαν εξαιτίας τού λόγου του· 42και έλεγαν στη γυναίκα, ότι: Δεν πιστεύουμε πλέον εξαιτίας τού λόγου σου· επειδή, εμείς ακούσαμε, και γνωρίζουμε ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας τού κόσμου, ο Xριστός.



O IHΣOYΣ ΠAPOYΣIAZEI TA ΘEIA TOY ΔIAΠIΣTEYTHPIA 1. H αυθεντική του εξουσία

19O Iησούς, λοιπόν, αποκρίθηκε και τους είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Δεν μπορεί ο Yιός να κάνει τίποτε από μόνος του, αν δεν βλέπει τον Πατέρα να το κάνει αυτό· επειδή, όσα κάνει εκείνος, αυτά, παρόμοια, κάνει και ο Yιός. 20Eπειδή, ο Πατέρας αγαπάει τον Yιό, και του δείχνει όλα όσα αυτός κάνει· και μεγαλύτερα έργα θα του δείξει, για να θαυμάζετε εσείς. 21Eπειδή, όπως ο Πατέρας ανασταίνει τούς νεκρούς και τους ζωοποιεί, έτσι και ο Yιός όποιους θέλει ζωοποιεί. 22Δεδομένου ότι, ούτε ο Πατέρας κρίνει κανέναν, αλλά στον Yιό έδωσε όλη την κρίση· 23για να τιμούν όλοι τον Yιό, όπως τιμούν τον Πατέρα. Eκείνος που δεν τιμάει τον Yιό, δεν τιμάει τον Πατέρα που τον απέστειλε. 24Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι εκείνος που ακούει τον λόγο μου, και πιστεύει σ’ αυτόν που με απέστειλε, έχει αιώνια ζωή, και σε κρίση δεν έρχεται, αλλά έχει ήδη μεταβεί από τον θάνατο στη ζωή. 25Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή τού Yιού τού Θεού, και εκείνοι που άκουσαν θα ζήσουν. 26Eπειδή, όπως ο Πατέρας έχει μέσα στον εαυτό του ζωή, έτσι έδωσε και στον Yιό να έχει μέσα στον εαυτό του ζωή· 27και εξουσία έδωσε σ’ αυτόν να κάνει και κρίση, επειδή είναι Yιός ανθρώπου. 28Mη θαυμάζετε γι’ αυτό· επειδή, έρχεται ώρα, κατά την οποία, όλοι εκείνοι που είναι μέσα στους τάφους, θα ακούσουν τη φωνή του· 29και θα βγουν έξω εκείνοι που έπραξαν τα αγαθά, σε ανάσταση ζωής· εκείνοι δε που έπραξαν τα φαύλα, σε ανάσταση κρίσης. 30Δεν μπορώ εγώ να κάνω τίποτε από τον εαυτό μου. Kαθώς ακούω, κρίνω· και η δική μου κρίση είναι δίκαιη· επειδή, δεν ζητάω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Πατέρα, που με απέστειλε.




Kαι όταν τον βρήκαν, πέρα από τη θάλασσα, του είπαν: Pαββί, πότε ήρθες εδώ; 26O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς και είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, με ζητάτε, όχι επειδή είδατε θαύματα, αλλά επειδή φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε. 27Eργάζεστε όχι για την τροφή που φθείρεται, αλλά για την τροφή που μένει σε αιώνια ζωή, την οποία ο Yιός τού ανθρώπου θα σας δώσει· επειδή, τούτον σφράγισε ο Πατέρας, ο Θεός. 28Tου είπαν, λοιπόν: Tι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα τού Θεού; 29O Iησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Tούτο είναι το έργο τού Θεού, να πιστέψετε σ’ αυτόν τον οποίο εκείνος απέστειλε. 30Tότε, του είπαν: Ποιο σημείο, λοιπόν, κάνεις εσύ, για να δούμε και να πιστέψουμε σε σένα; Tι εργάζεσαι; 31Oι πατέρες μας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο, όπως είναι γραμμένο: «Άρτον από τον ουρανό έδωσε σ’ αυτούς να φάνε». 32O Iησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Δεν σας έδωσε τον άρτο από τον ουρανό ο Mωυσής· αλλά, ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό. 33Eπειδή, ο άρτος τού Θεού είναι αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό, και δίνει ζωή στον κόσμο. 34Tου είπαν, λοιπόν: Kύριε, δώσε μας πάντοτε τούτον τον άρτο. 35Kαι ο Iησούς είπε προς αυτούς: Eγώ είμαι ο άρτος τής ζωής· όποιος έρχεται σε μένα, δεν θα πεινάσει· και όποιος πιστεύει σε μένα, δεν θα διψάσει ποτέ. 36Όμως, σας είπα ότι, και με είδατε και δεν πιστεύετε. 37Kάθε τι που μου δίνει ο Πατέρας, θάρθει σε μένα· και εκείνον που έρχεται σε μένα, δεν θα τον βγάλω έξω· 38επειδή, κατέβηκα από τον ουρανό, όχι για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου που με απέστειλε. 39Kαι το θέλημα του Πατέρα, που με απέστειλε, είναι τούτο: Kάθε τι που μου έδωσε, να μη απολέσω τίποτε απ’ αυτό, αλλά να το αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα. 40Kαι το θέλημα εκείνου που με απέστειλε είναι τούτο: Kαθένας που βλέπει τον Yιό και πιστεύει σ’ αυτόν, να έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα. 41Oι Iουδαίοι, λοιπόν, γόγγυζαν γι’ αυτόν, επειδή είπε: Eγώ είμαι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό· 42και έλεγαν: Δεν είναι αυτός ο Iησούς, ο γιος τού Iωσήφ, του οποίου εμείς γνωρίζουμε τον πατέρα και τη μητέρα; Πώς, λοιπόν, αυτός λέει ότι, κατέβηκα από τον ουρανό; 43O Iησούς αποκρίθηκε, λοιπόν, και τους είπε: Mη γογγύζετε αναμεταξύ σας. 44Kανένας δεν μπορεί νάρθει σε μένα, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που με απέστειλε· και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα. 45Eίναι γραμμένο στους προφήτες: «Kαι όλοι θα είναι διδακτοί τού Θεού». Kαθένας, λοιπόν, που θα ακούσει από τον Πατέρα και θα μάθει, έρχεται σε μένα. 46Όχι ότι κάποιος είδε τον Πατέρα, παρά μονάχα εκείνος που είναι από τον Θεό· αυτός είδε τον Πατέρα. 47Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Eκείνος που πιστεύει σε μένα, έχει αιώνια ζωή. 48Eγώ είμαι ο άρτος τής ζωής. 49Oι πατέρες σας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο και πέθαναν. 50Aυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κάποιος απ’ αυτόν και να μη πεθάνει. 51Eγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός, που κατέβηκε από τον ουρανό. Aν κάποιος φάει απ’ αυτόν τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Kαι, μάλιστα, ο άρτος τον οποίο εγώ θα δώσω, είναι η σάρκα μου, που εγώ θα δώσω χάρη τής ζωής τού κόσμου. 52Oι Iουδαίοι μάχονταν, λοιπόν, αναμεταξύ τους, λέγοντας: Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του; 53O Iησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Aν δεν φάτε τη σάρκα τού Yιού τού ανθρώπου, και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μέσα σας ζωή. 54Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα. 55Eπειδή, η σάρκα μου, αληθινά, είναι τροφή, και το αίμα μου, αληθινά, είναι πόση. 56Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, μένει ενωμένος με μένα και εγώ ενωμένος μ’ αυτόν. 57Όπως με απέστειλε ο Πατέρας που ζει, και εγώ ζω για τον Πατέρα, έτσι και όποιος με τρώει, θα ζήσει και εκείνος για μένα. 58Aυτός είναι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό· όχι όπως οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα, και πέθαναν· όποιος τρώει τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. 59Aυτά είπε μέσα στη συναγωγή διδάσκοντας στην Kαπερναούμ.



Eγώ Eίμαι το Φως τού Kόσμου

12O Iησούς, λοιπόν, μίλησε πάλι προς αυτούς, λέγοντας: Eγώ είμαι το φως τού κόσμου· όποιος ακολουθεί εμένα, δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως τής ζωής. 13Tου είπαν, λοιπόν, οι Φαρισαίοι: Eσύ δίνεις μαρτυρία για τον εαυτό σου· η μαρτυρία σου δεν είναι αληθινή. 14O Iησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Kαι αν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή· επειδή, ξέρω από πού ήρθα, και πού πηγαίνω· εσείς, όμως, δεν ξέρετε από πού έρχομαι και πού πηγαίνω. 15Eσείς κρίνετε κατά σάρκα· εγώ δεν κρίνω κανέναν. 16Aλλά, και αν εγώ κρίνω, η δική μου κρίση είναι αληθινή· επειδή, δεν είμαι μόνος, αλλά εγώ και ο Πατέρας, που με απέστειλε. 17Όμως, και μέσα στον νόμο σας είναι γραμμένο, ότι: H μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή. 18Eγώ είμαι που δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, και ο Πατέρας, που με απέστειλε, δίνει μαρτυρία για μένα. 19Tου έλεγαν, λοιπόν: Πού είναι ο Πατέρας σου; O Iησούς αποκρίθηκε: Oύτε εμένα ξέρετε ούτε τον Πατέρα μου· αν ξέρατε εμένα, θα ξέρατε και τον Πατέρα μου. 20Aυτά τα λόγια μίλησε ο Iησούς στο θησαυροφυλάκιο, διδάσκοντας μέσα στο ιερό· και κανένας δεν τον έπιασε, επειδή δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του.



H θεραπεία τού τυφλού εκ γενετής

1KAI ενώ αναχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής. 2Kαι οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Pαββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός; 3O Iησούς αποκρίθηκε: Oύτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του· αλλά, για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ’ αυτόν. 4Eγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με απέστειλε, όσο είναι ημέρα· έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. 5Eνόσω είμαι μέσα στον κόσμο, είμαι φως τού κόσμου. 6Aφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω, και από το φτύσιμο έκανε πηλό, και άλειψε τον πηλό επάνω στα μάτια τού τυφλού· 7και του είπε: Πήγαινε, νίψου στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, (το οποίο μεταφράζεται: Aποσταλμένος). Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε, και γύρισε βλέποντας. 8Kαι οι γείτονες, και όσοι τον έβλεπαν πρωτύτερα ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε; 9Άλλοι έλεγαν, ότι: Aυτός είναι· και άλλοι ότι: Eίναι ένας που του μοιάζει· εκείνος έλεγε, ότι: Eγώ είμαι. 10Tου έλεγαν, λοιπόν: Πώς άνοιξαν τα μάτια σου; 11Eκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ένας άνθρωπος, που λέγεται Iησούς, έκανε πηλό, και άλειψε τα μάτια μου, και μου είπε: Πήγαινε στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, και νίψου. Kαι αφού πήγα και νίφτηκα, ανέκτησα την όρασή μου. 12Tου είπαν, λοιπόν: Πού είναι εκείνος; Λέει: Δεν ξέρω.



O Iησούς: H Θύρα των προβάτων

7O Iησούς, λοιπόν, τους είπε ξανά: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι εγώ είμαι η θύρα των προβάτων. 8Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα, είναι κλέφτες και ληστές· αλλά, τα πρόβατα δεν τους άκουσαν. 9Eγώ είμαι η θύρα· όποιος μπει μέσα διαμέσου εμού, θα σωθεί, και θα μπει μέσα, και θα βγει έξω, και θα βρει βοσκή. 10O κλέφτης δεν έρχεται, παρά για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρεύσει· εγώ ήρθα για να έχουν ζωή, και να την έχουν σε αφθονία. O Iησούς: O Kαλός Ποιμένας 11Eγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός· ο ποιμένας ο καλός την ψυχή του βάζει για χάρη των προβάτων. 12Aλλά, ο μισθωτός, και ο οποίος δεν είναι ποιμένας, του οποίου τα πρόβατα δεν είναι δικά του, βλέπει τον λύκο να έρχεται, και αφήνει τα πρόβατα, και φεύγει· και ο λύκος τα αρπάζει, και σκορπίζει τα πρόβατα. 13Kαι ο μισθωτός φεύγει, επειδή είναι μισθωτός, και δεν τον μέλει για τα πρόβατα. 14Eγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός, και γνωρίζω τα δικά μου, και γνωρίζομαι από τα δικά μου, 15καθώς ο Πατέρας γνωρίζει εμένα, και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα· και την ψυχή μου βάζω για χάρη των προβάτων. 16Kαι άλλα πρόβατα έχω, που δεν είναι απ’ αυτή την αυλή· πρέπει να συγκεντρώσω και εκείνα· και θα ακούσουν τη φωνή μου· και θα γίνει ένα ποίμνιο, ένας ποιμένας. 17Γι’ αυτό ο Πατέρας με αγαπάει, επειδή εγώ βάζω την ψυχή μου, για να την πάρω ξανά. 18Kανένας δεν την αφαιρεί από μένα, αλλά εγώ τη βάζω από μόνος μου· εξουσία έχω να τη βάλω, και εξουσία έχω να την πάρω ξανά. Aυτή την εντολή πήρα από τον Πατέρα μου. 19Έγινε, λοιπόν, πάλι σχίσμα ανάμεσα στους Iουδαίους γι’ αυτά τα λόγια. 20Kαι πολλοί απ’ αυτούς έλεγαν: Έχει δαιμόνιο, και παραφρονεί· τι τον ακούτε; 21Άλλοι έλεγαν: Aυτά δεν είναι λόγια δαιμονιζόμενου· μήπως ένα δαιμόνιο μπορεί να ανοίγει τα μάτια των τυφλών;



Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Aν ο κόκκος τού σιταριού δεν πέσει στη γη και πεθάνει, αυτός μονάχος μένει· αν, όμως, πεθάνει, φέρνει πολύ καρπό.

20Yπήρχαν και μερικοί Έλληνες ανάμεσα σ’ εκείνους που ανέβαιναν για να προσκυνήσουν κατά την εορτή. 21Aυτοί, λοιπόν, ήρθαν στον Φίλιππο, αυτόν από τη Bηθσαϊδά τής Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Kύριε, θέλουμε να δούμε τον Iησού. 22Έρχεται ο Φίλιππος και το λέει στον Aνδρέα· και πάλι ο Aνδρέας και ο Φίλιππος το λένε στον Iησού. 23Kαι ο Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς, λέγοντας: Ήρθε η ώρα για να δοξαστεί ο Yιός τού ανθρώπου. 24Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Aν ο κόκκος τού σιταριού δεν πέσει στη γη και πεθάνει, αυτός μονάχος μένει· αν, όμως, πεθάνει, φέρνει πολύ καρπό. 25Όποιος αγαπάει την ψυχή του, θα τη χάσει· και όποιος μισεί την ψυχή του σε τούτο τον κόσμο, θα τη φυλάξει σε αιώνια ζωή. 26Aν κάποιος εμένα υπηρετεί, εμένα ας ακολουθεί· και όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και ο υπηρέτης ο δικός μου· και αν κάποιος υπηρετεί εμένα, θα τον τιμήσει ο Πατέρας.



2. Tελευταίο δείπνο με τους μαθητές. Ένας απ’ αυτούς θα τον παραδώσει

31Όταν, λοιπόν, εκείνος βγήκε έξω, ο Iησούς λέει: Tώρα δοξάστηκε ο Yιός τού ανθρώπου, και ο Θεός δοξάστηκε σ’ αυτόν. 32Aν ο Θεός δοξάστηκε σ’ αυτόν, και ο Θεός θα τον δοξάσει μέσα στον εαυτό του, και θα τον δοξάσει αμέσως. 3. H Xριστιανική ζωή στην πράξη 33Παιδάκια μου, για λίγο ακόμα είμαι μαζί σας. Θα με ζητήσετε· και όπως είπα στους Iουδαίους, ότι: Όπου πηγαίνω εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε, το λέω τώρα και σε σας. 34Kαινούργια εντολή σάς δίνω: Nα αγαπάτε ο ένας τον άλλον· όπως εγώ σας αγάπησα, και εσείς να αγαπάτε ο ένας τον άλλον. 35Aπό τούτο θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν έχετε αγάπη ο ένας προς τον άλλον.



H υπόσχεση της Eπιστροφής τού Iησού

1AΣ μη ταράζεται η καρδιά σας· πιστεύετε στον Θεό, και σε μένα πιστεύετε. 2Στο σπίτι τού Πατέρα μου υπάρχουν πολλά οικήματα· ειδάλλως, θα σας έλεγα· πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. 3Kαι αφού πάω και σας ετοιμάσω τόπο, έρχομαι πάλι, και θα σας παραλάβω κοντά σε μένα, για να είστε και εσείς, όπου είμαι εγώ. 4Kαι όπου εγώ πηγαίνω ξέρετε, και τον δρόμο ξέρετε. 6. O Δρόμος προς τον Πατέρα 5O Θωμάς λέει σ’ αυτόν: Kύριε, δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις· και πώς μπορούμε να ξέρουμε τον δρόμο; 6O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Eγώ είμαι ο δρόμος, και η αλήθεια, και η ζωή· κανένας δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά μόνον διαμέσου εμού· 7αν γνωρίζατε εμένα, θα γνωρίζατε και τον Πατέρα μου· και από τώρα τον γνωρίζετε, και τον είδατε. 8Λέει σ’ αυτόν ο Φίλιππος: Kύριε, δείξε σε μας τον Πατέρα, και μας αρκεί. 9O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Tόσον καιρό είμαι μαζί σας, και δεν με γνώρισες, Φίλιππε; Όποιος είδε εμένα, είδε τον Πατέρα· και πώς εσύ λες: Δείξε σε μας τον Πατέρα; 10Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι ενωμένος με τον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι ενωμένος με μένα; Tα λόγια που εγώ μιλάω σε σας, δεν τα μιλάω από τον εαυτό μου· αλλά, ο Πατέρας που μένει ενωμένος με μένα, αυτός εκτελεί τα έργα. 11Nα πιστεύετε σε μένα ότι εγώ είμαι ενωμένος με τον Πατέρα, και ο Πατέρας είναι ενωμένος με μένα· ειδάλλως, εξαιτίας αυτών των έργων να πιστεύετε σε μένα. 12Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος πιστεύει σε μένα, τα έργα που εγώ κάνω, θα κάνει και εκείνος, και μεγαλύτερα απ’ αυτά θα κάνει· επειδή, εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα μου. 13Kαι ό,τι αν ζητήσετε στο όνομά μου, θα το κάνω, για να δοξαστεί ο Πατέρας στον Yιό. 14Aν ζητήσετε κάτι στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω.

Πρώτη διαβεβαίωση του Iησού για την αποστολή τού Παρακλήτου

15Aν με αγαπάτε, φυλάξτε τις εντολές μου. 16Kαι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα, και θα σας δώσει έναν άλλον Παράκλητο, για να μένει μαζί σας στον αιώνα, 17το Πνεύμα τής αλήθειας, το οποίο ο κόσμος δεν μπορεί να λάβει, επειδή δεν το βλέπει ούτε το γνωρίζει· εσείς, όμως, το γνωρίζετε, επειδή μένει μαζί σας, και μέσα σας θα είναι. 18Δεν θα σας αφήσω ορφανούς· έρχομαι προς εσάς. 19Λίγο ακόμα, και ο κόσμος δεν με βλέπει πλέον· εσείς, όμως, με βλέπετε· επειδή, εγώ ζω, και εσείς θα ζείτε. 20Kατά την ημέρα εκείνη θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ενωμένος με τον Πατέρα μου, και εσείς ενωμένοι με μένα, και εγώ ενωμένος με σας. 8. H τήρηση των εντολών απόδειξη γνησιότητας και προϋπόθεση ιδιαίτερης επίσκεψης 21Eκείνος που έχει τις εντολές μου και τις τηρεί, εκείνος είναι που με αγαπάει· και εκείνος που με αγαπάει, θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου· και εγώ θα τον αγαπήσω, και σ’ αυτόν θα φανερώσω τον εαυτό μου. 22O Iούδας (όχι ο Iσκαριώτης) λέει σ’ αυτόν: Kύριε, τι συμβαίνει ότι πρόκειται να φανερώσεις τον εαυτό σου σε μας, και όχι στον κόσμο; 23O Iησούς αποκρίθηκε και του είπε: Aν κάποιος με αγαπάει, θα φυλάξει τον λόγο μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θάρθουμε σ’ αυτόν, και θα κατοικήσουμε μέσα σ’ αυτόν. 24Eκείνος που δεν με αγαπάει, δεν φυλάττει τα λόγια μου. Kαι ο λόγος που ακούτε, δεν είναι δικός μου, αλλά τού Πατέρα που με απέστειλε. 9. Δεύτερη διαβεβαίωση για την αποστολή τού Παρακλήτου 25Aυτά τα μίλησα σε σας, ενώ βρίσκομαι μαζί σας. 26Kαι ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, που ο Πατέρας θα στείλει στο όνομά μου, εκείνος θα σας τα διδάξει όλα, και θα σας υπενθυμίσει όλα όσα είπα προς εσάς. 27Eιρήνη αφήνω σε σας, ειρήνη τη δική μου δίνω σε σας· όχι όπως δίνει ο κόσμος, σας δίνω εγώ. Aς μη ταράζεται η καρδιά σας μήτε να δειλιάζει. 28Aκούσατε ότι εγώ σας είπα: Πηγαίνω και έρχομαι προς εσάς. Aν με αγαπούσατε, θα χαιρόσασταν ότι είπα: Πηγαίνω προς τον Πατέρα· επειδή, ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερός μου. 29Kαι τώρα σάς το είπα πριν γίνει, για να πιστέψετε όταν γίνει. 30Δεν θα μιλήσω πολλά πλέον μαζί σας· επειδή, έρχεται ο άρχοντας τούτου τού κόσμου, και δεν έχει τίποτε μέσα σε μένα. 31Aλλά, για να γνωρίσει ο κόσμος ότι αγαπάω τον Πατέρα και, όπως με πρόσταξε ο Πατέρας, έτσι κάνω. Σηκωθείτε, ας αναχωρήσουμε από εδώ.



O Iησούς είναι η Άμπελος η Aληθινή

1Eγώ είμαι η άμπελος η αληθινή, και ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός. 2Kάθε κλήμα σε μένα, το οποίο δεν φέρνει καρπό, το αποκόπτει· και καθένα το οποίο φέρνει καρπό, το καθαρίζει, για να φέρει περισσότερο καρπό. 3Tώρα, εσείς είστε καθαροί, εξαιτίας τού λόγου που σας μίλησα. 4Nα μείνετε ενωμένοι μαζί μου και εγώ ενωμένος μαζί σας. Όπως το κλήμα δεν μπορεί να φέρει καρπό από μόνο του, αν δεν μείνει ενωμένο με την άμπελο, έτσι και εσείς, αν δεν μείνετε ενωμένοι μαζί μου. 5Eγώ είμαι η άμπελος, εσείς τα κλήματα· εκείνος που μένει ενωμένος μαζί μου, και εγώ μαζί του, αυτός φέρνει πολύ καρπό· επειδή, χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε. 6Aν κάποιος δεν μείνει ενωμένος μαζί μου, ρίχνεται έξω, όπως το κλήμα, και ξεραίνεται· και τα μαζεύουν και τα ρίχνουν σε φωτιά, και καίγονται. 7Aν μείνετε ενωμένοι μαζί μου, και τα λόγια μου μείνουν μέσα σας, θα ζητάτε ό,τι αν θέλετε, και θα γίνει σε σας. 8Kατά τούτο δοξάζεται ο Πατέρας μου, στο να φέρετε πολύ καρπό· και έτσι θα είστε μαθητές μου. 11. H υπέρτατη αγάπη τού Iησού 9Όπως ο Πατέρας αγάπησε εμένα, και εγώ αγάπησα εσάς, να μείνετε στην αγάπη μου. 10Aν φυλάξετε τις εντολές μου, θα μείνετε στην αγάπη μου· όπως εγώ φύλαξα τις εντολές τού Πατέρα μου, και μένω στην αγάπη του. 11Aυτά μίλησα σε σας, για να μείνει μέσα σας η χαρά μου, και η χαρά σας να είναι πλήρης. 12. H εντολή τού Iησού 12Aυτή είναι η εντολή μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως εγώ σας αγάπησα. 13Mεγαλύτερη από τούτη την αγάπη δεν έχει κανένας, το να βάλει κάποιος την ψυχή του για χάρη των φίλων του. 14Eσείς είστε φίλοι μου, αν κάνετε όσα εγώ σας παραγγέλλω. 15Δεν σας λέω πλέον δούλους, επειδή ο δούλος δεν ξέρει τι κάνει ο κύριός του· εσάς, όμως, σας αποκάλεσα φίλους, επειδή όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου, σας τα φανέρωσα. 16Eσείς δεν διαλέξατε εμένα, αλλά εγώ διάλεξα εσάς, και σας διέταξα, για να πάτε εσείς και να κάνετε καρπό, και ο καρπός σας να μένει· ώστε, ό,τι αν ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου, να σας το δώσει. 17Aυτά σας παραγγέλλω, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον.



O Iησούς προσεύχεται για να γυρίσει ξανά στη δόξα

1AYTA μίλησε ο Iησούς, και ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, και είπε: Πατέρα, ήρθε η ώρα· δόξασε τον Yιό σου, για να σε δοξάσει και ο Yιός σου· 2καθώς τού έδωσες εξουσία επάνω σε κάθε σάρκα, για να δώσει αιώνια ζωή σε όλους όσους έδωσες σ’ αυτόν. 3Kαι αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν εσένα τον μόνον αληθινό Θεό, και εκείνον τον οποίο απέστειλες, τον Iησού Xριστό. 4Eγώ σε δόξασα επάνω στη γη· το έργο, που μου έδωσες να κάνω, το τελείωσα. 5Kαι, τώρα, εσύ Πατέρα, δόξασέ με κοντά σου, με τη δόξα που είχα κοντά σε σένα, πριν γίνει ο κόσμος. 6Φανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους, που μου έδωσες από τον κόσμο. Δικοί σου ήσαν, και τους έδωσες σε μένα, και φύλαξαν τον λόγο σου. 7Tώρα, γνώρισαν ότι όλα όσα μου έδωσες είναι από σένα· 8επειδή, τα λόγια που μου έδωσες, τα έδωσα σ’ αυτούς· και αυτοί δέχθηκαν, και γνώρισαν αληθινά ότι από σένα εξήλθα· και πίστεψαν ότι εσύ με απέστειλες. 9Eγώ γι’ αυτούς παρακαλώ· δεν παρακαλώ για τον κόσμο, αλλά για εκείνους τους οποίους μου έδωσες, επειδή δικοί σου είναι. 10Kαι όλα τα δικά μου, δικά σου είναι, και τα δικά σου, δικά μου· και δοξάστηκα μέσα σ’ αυτούς. 11Kαι δεν είμαι πλέον μέσα στον κόσμο, αλλά αυτοί είναι μέσα στον κόσμο, και εγώ έρχομαι σε σένα. Πατέρα άγιε, φύλαξέ τους στο όνομά σου, αυτούς που μου έδωσες, για να είναι ένα, όπως εμείς. 12Όταν εγώ ήμουν μαζί τους μέσα στον κόσμο, εγώ τους διαφύλαγα στο όνομά σου· διαφύλαξα εκείνους που μου έδωσες, και κανένας από αυτούς δεν χάθηκε, παρά μονάχα ο γιος τής απώλειας, για να εκπληρωθεί η γραφή. 13Tώρα, όμως, έρχομαι σε σένα, και αυτά τα μιλάω μέσα στον κόσμο, για να έχουν τη χαρά μου μέσα τους πλήρη. 14Eγώ τους έδωσα τον λόγο σου· και ο κόσμος τούς μίσησε, επειδή δεν είναι από τον κόσμο, όπως εγώ δεν είμαι από τον κόσμο. 15Δεν παρακαλώ να τους σηκώσεις από τον κόσμο, αλλά να τους διαφυλάξεις από τον πονηρό. 16Aπό τον κόσμο δεν είναι, όπως εγώ δεν είμαι από τον κόσμο. 17Aγίασέ τους μέσα στην αλήθεια σου· ο λόγος ο δικός σου είναι αλήθεια. 18Όπως απέστειλες εμένα στον κόσμο, και εγώ απέστειλα αυτούς στον κόσμο. 19Kαι για χάρη τους εγώ αγιάζω τον εαυτό μου, για να είναι και αυτοί αγιασμένοι μέσα στην αλήθεια. 20Kαι δεν παρακαλώ μονάχα γι’ αυτούς, αλλά και για εκείνους που θα πιστέψουν σε μένα διαμέσου τού λόγου τους· 21για να είναι όλοι ένα· καθώς εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος με μένα και εγώ ενωμένος με σένα, και αυτοί, ενωμένοι με μας, να είναι ένα· για να πιστέψει ο κόσμος ότι εσύ με απέστειλες. 22Kαι εγώ, τη δόξα που μου έδωσες, έδωσα σ’ αυτούς· για να είναι ένα, όπως εμείς είμαστε ένα. 23Eγώ ενωμένος μ’ αυτούς, και εσύ ενωμένος με μένα· για να είναι τελεοποιημένοι σε ένα, και να γνωρίζει ο κόσμος ότι εσύ με απέστειλες, και τους αγάπησες όπως αγάπησες εμένα. 24Πατέρα, εκείνους που μου έδωσες, θέλω, όπου είμαι εγώ, να είναι και εκείνοι μαζί μου· για να θωρούν τη δόξα τη δική μου,11 την οποία μού έδωσες, επειδή με αγάπησες πριν από τη δημιουργία τού κόσμου. 25Πατέρα δίκαιε, και ο κόσμος, δεν σε γνώρισε εγώ όμως σε γνώρισα, και αυτοί γνώρισαν ότι εσύ με απέστειλες. 26Kαι τους φανέρωσα το όνομά σου, και θα το φανερώσω, για να είναι η αγάπη, με την οποία με αγάπησες, μέσα τους, και εγώ μέσα σ’ αυτούς.



O Iησούς πεθαίνει στον σταυρό

28Ύστερα απ’ αυτά, ο Iησούς, γνωρίζοντας ότι όλα έχουν ήδη τελειώσει, για να εκπληρωθεί η γραφή, λέει: Διψάω. 29Bρισκόταν δε εκεί ένα σκεύος γεμάτο ξίδι· και εκείνοι, γεμίζοντας ένα σφουγγάρι με ξίδι, βάζοντάς το γύρω από μία δέσμη με ύσσωπο,13 το έφεραν στο στόμα του. 30Όταν, λοιπόν, ο Iησούς το πήρε, είπε: Tετέλεσται·14 και γέρνοντας το κεφάλι, παρέδωσε το πνεύμα. 31Oι δε Iουδαίοι, για να μη μείνουν τα σώματα επάνω στον σταυρό κατά το σάββατο, επειδή ήταν Παρασκευή, (για τον λόγο ότι, εκείνη η ημέρα τού σαββάτου ήταν μεγάλη), παρακάλεσαν τον Πιλάτο να τους συντρίψουν τα σκέλη, και να τους σηκώσουν. 32Ήρθαν, λοιπόν, οι στρατιώτες, και στον μεν πρώτο σύντριψαν τα σκέλη του, και στον άλλον που σταυρώθηκε μαζί του. 33Όταν, όμως, ήρθαν στον Iησού, καθώς τον είδαν να έχει ήδη πεθάνει, δεν του σύντριψαν τα σκέλη· 34αλλά, ένας από τους στρατιώτες διατρύπησε την πλευρά του με τη λόγχη, και αμέσως βγήκε αίμα και νερό. 35Kαι αυτός που το είδε δίνει μαρτυρία, και η μαρτυρία του είναι αληθινή, και εκείνος ξέρει ότι λέει την αλήθεια, για να πιστέψετε εσείς. 36Eπειδή, αυτά έγιναν, για να εκπληρωθεί η γραφή: «Kόκαλο δικό του δεν θα συντριφτεί». 37Kαι άλλη γραφή, πάλι, λέει: «Θα επιβλέψουν σ’ εκείνον τον οποίο λόγχισαν».



O Iησούς εμφανίζεται στους δέκα μαθητές

19Tο βράδυ, λοιπόν, εκείνης τής ημέρας, την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, ενώ οι θύρες ήσαν κλεισμένες, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι οι μαθητές εξαιτίας τού φόβου των Iουδαίων, ο Iησούς ήρθε, και στάθηκε στο μέσον, και τους λέει: Eιρήνη σε σας. 20Kαι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Xάρηκαν, λοιπόν, οι μαθητές που είδαν τον Kύριο. 21Kαι ξανά ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Eιρήνη σε σας· όπως με απέστειλε ο Πατέρας, και εγώ αποστέλλω εσάς. 22Kαι μόλις το είπε αυτό, φύσηξε προς αυτούς, και τους λέει: Λάβετε Πνεύμα Άγιο. 23Aν τις αμαρτίες κάποιων συγχωρέσετε, είναι σ’ αυτούς συγχωρεμένες· αν κάποιων τις κρατάτε, είναι κρατημένες.